κακοπαντρειά

κακοπαντρειά
και κακοπαντριά, η
1. κακός, αποτυχημένος, αταίριαστος γάμος
2. παροιμ. «από την κακοπαντρειά κάλλια είναι η χηρειά» — είναι προτιμότερο να μείνει κάποιος χήρος παρά να κακοπαντρευτεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”